παρακλάδι — το / παρακλάδιον, ΝΜ νεοελλ. 1. μικρό κλαδί που ξεφυτρώνει από τις μασχάλες τών φύλλων, παραφυάδα, παραβλάστημα, παραβλάσταρο 2. μτφ. καθετί που αποσχίζεται από ένα σύνολο ή από μια ενότητα και αποτελεί ξεχωριστό τμήμα με σχετική ή απόλυτη… … Dictionary of Greek
ακρωμιοθωρακική αρτηρία — Παρακλάδι της αρτηρίας της μασχάλης που περνάει ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και τον θωρακικό μυ. Έτσι ονομάζεται και η φλέβα που ακολουθεί την ίδια πορεία, με τη διαφορά ότι έχει αντίθετη φορά … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σαμνίτες — Αρχαίος ιταλικός λαός σαβινικής καταγωγής, που ήταν εγκαταστημένος στο Σάμνιο. Ήταν κτηνοτρόφοι τραχείς, που ζούσαν νομαδική ζωή. Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για το λαό αυτό χρονολογούνται από τον 5o αι. π.Χ., οπότε, εγκαταστάθηκαν στη… … Dictionary of Greek
αποκλαμός — (I) ο 1. παραφυάδα φυτού, παρακλάδι, αποκλάδι 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποκλαμός αντί πλοκαμός, με αντιμετάθεση. Ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση όπου προηγουμένως δεν υπήρχε (πρβλ. αναθρήκα,… … Dictionary of Greek
απόφυση — η (Α ἀπόφυσις) [φύω] 1. παραφυάδα, παραβλάστημα, παρακλάδι 2. προεξοχή ενός οργάνου («σκωληκοειδής απόφυση» του εντέρου, «μαστοειδής απόφυση» του κροταφικού οστού) … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
διακλάδωση — η 1. χωρισμός σε κλάδους, χωρισμός σε δευτερεύουσες γραμμές, διευθύνσεις 2. το σύνολο τών κλάδων ή ένας κλάδος σε σχέση με τους άλλους 3. ο κλάδος που προέρχεται από τη διακλάδωση, το παρακλάδι 4. χωρισμός αιμοφόρου αγγείου ή νεύρου σε… … Dictionary of Greek
παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… … Dictionary of Greek